- πολύκαυλος
- -η, -ο / πολύκαυλος, -ον, ΝΑ(για φυτό) αυτός που έχει πολλούς καυλούς, πολλούς μίσχους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + καυλός «βλαστός» (πρβλ. ολιγό-καυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύκαυλον — πολύκαυλος many stalked masc/fem acc sg πολύκαυλος many stalked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαυλότερα — πολύκαυλος many stalked neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκαυλα — πολύκαυλος many stalked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek